Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τοῦ ναυτικοῦ

См. также в других словарях:

  • Ναυτικού, Κίνημα — Απόπειρα εξέγερσης του Πολεμικού Ναυτικού κατά της δικτατορίας, που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1973. Επρόκειτο για μια απόπειρα, της οποίας οι συνωμοτικές κινήσεις δεν χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη μυστικότητα, ενώ σαφής ήταν και έλλειψη… …   Dictionary of Greek

  • Ταβινάνο, ζήτημα του- — Τον Ιανουάριο του 1912 κατά τη διάρκεια του Ιταλοτουρκικού πολέμου, ιταλικό πολεμικό πλοίο κατέλαβε το γαλλικό ατμόπλοιο Ταβινάνο. Αμέσως τότε αμφισβητήθηκε, και από την Ιταλία και από τη Γαλλία, το ακριβές σημείο στο οποίο έγινε η κατάληψη. Η… …   Dictionary of Greek

  • Μίντγουεϊ, ναυμαχία του- — Αεροναυτική σύγκρουση (4 6 Ιουνίου 1942) μεταξύ των ιαπωνικών και αμερικανικών δυνάμεων, μία από τις σημαντικότερες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Οι Ιάπωνες ήθελαν να καταλάβουν τα νησιά Μίντγουεϊ για να τα χρησιμοποιήσουν ως βάση από όπου θα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Θήρας — Το Ναυτικό Μουσείο Θήρας ιδρύθηκε το 1956, με πρωτοβουλία του πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού Αντώνη Δακορώνια. Από το 1990 στεγάζεται σε ένα αποκαταστημένο στην αρχική του μορφή καπετανόσπιτο που δωρήθηκε στο μουσείο από την οικογένεια… …   Dictionary of Greek

  • αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό και Περιβαλλοντικό Φισκάρδου (Κεφαλονιάς) — Το μουσείο του όμορφου μικρού λιμανιού του Φισκάρδου λειτουργεί, από το 1998, στο παλαιό κτίριο που μέχρι πριν από λίγα χρόνια στέγαζε το σχολείο και ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του τοπικού Ναυτικού και Περιβαλλοντικού Συλλόγου. Η συλλογή του… …   Dictionary of Greek

  • Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»