-
1 ἐπιστάτης
A one who stands near or by: hence, like ἱκέτης, suppliant, οὐ σύ γ' ἂν.. σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλαδοίης Od.17.455
.2. in battle-order, one's rear-rank man, X.Cyr. 3.3.50, 8.1.10, al.b. also, even numbers in a λόχος, Ascl.Tact.2.3, Arr.Tact.6.6.II. one who stands or is mounted upon, ἁρμάτων ἐ., of a charioteer, S.El. 702, E.Ph. 1147; ἐλεφάντων ἐ., of the driver, Plb.1.40.11.2. one who is set over, chief, commander, A.Th. 816 ( 815); ; ποιμνίων ἐ. S.Aj.27; ἐρετμῶν ἐ. E.Hel. 1267; θύματος ἐ. Id.Hec. 223; but ταύρων πυρπνόων ζεύγλῃσι mastering them with.., Id.Med. 478; ἐνόπτρων καὶ μύρων, of the Trojans, Id.Or. 1112; ἐ. Κολωνοῦ, of a tutelary god, S.OC 889; [καιρὸς] ἀνδράσιν μέγιστος ἔργου παντός ἐστ' ἐ. Id.El.76; also in Prose, ἐ. γενέσθαι τῶν λόγων ἴσους καὶ κοινούς judges, And.4.7; ποίας ἐργασίας ἐ.; Answ. ἐ. τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν (where it = ἐπιστήμων) Pl.Prt. 312d;πραγμάτων Isoc.4.121
; ἐπιστάται ἄθλων stewards of games, Pl.Lg. 949a, cf. X.Lac.8.4; of a pilot, Id.Oec.21.3; supervisor of training, Pl. R. 412a, X.Mem.3.5.18 (pl.);ἐ. τῶν παίδων IG12(1).43
([place name] Rhodes);τῶν ἐφήβων Inscr.Prien.112.73
(i B.C.): voc. ἐπιστάτα, = Rabbi, Ev. Luc.5.5, al.III. president of a board or assembly: at Athens, ἐ. τῶν πρυτάνεων chairman of βουλή and ἐκκλησία in cent. v, Arist. Ath.44.1, later, keeper of Treasury or Archives, IG3.841, etc.; ἐ. τῶν προέδρων chairman of βουλή and ἐκκλησία from cent.iv, Aeschin. 3.39, D.22.9, etc.;ἐ. ὁ ἐκ τῶν προέδρων IG22.204.31
(iv B.C.); in other Greek states, ib.12(1).731 ([place name] Rhodes), 12(7).515.116, 125 ([place name] Amorgos), etc.; ἐ. τῶν νομοθετῶν ib.22.222; τῶν δικα[στῶν] LW 1539 ([place name] Erythrae).2. overseer, superintendent, in charge of any public building or works, τοῦ νεὼ τοῦ ἐν πόλει, i.e. of the temple of Athena Polias, IG12.372; (ii B.C.); ἐ. τῶν ἔργων clerk of the works, D.18.114, LXXEx.1.11 (pl.);τῶν δημοσίων ἔργων Aeschin.3.14
; τοῦ ναυτικοῦ ib.222;τῆς Ἀκαδημείας Hyp.Dem.Fr.7
;τοῦ Μουσείου OGI104.4
(ii B.C.);τῶν κοπρώνων D.25.49
.3. governor, administrator,τῆς πόλεως OGI254.3
(Babylon, ii B.C.), cf. IG12(3).320.7 (Thera, iii B.C.), OGI479.7 (Dorylaeum, ii A.D.); κώμης local magistrate, Arch.Pap.4.38.4. = προστάτης, Lat. patronus, IG14.1317.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστάτης
-
2 ἐλπίς
ἐλπίς, ίδος, ἡ, Erwartung künftiger Dinge; δόξας μελλόντων, οἷν κοινὸν ὄνομα ἐλπίς Plat. Legg. I, 644 c. Gew. – 1) Hoffnung; ἔτι ἐλπίδος αἶσα, noch ist Hoffnung, Od. 16, 101. 19, 84; Hes., Pind. u. Folgde; κεναῖσιν ἐλπίσιν πεπεισμένος Aesch. Pers. 790; σαίνομαι ὑπ' ἐλπίδος Ch. 192; ἐλπίδας ἔν τινι κατοικίσαι, in ihm gründen, erwecken, Prom. 250; πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων, sind gebrochen, Ag. 491; ἔχ' ἐλπίδα, habe Hoffnung, hoffe, Soph. O. R. 835; ἐλπίδες πάρεισι El. 800; κεναῖσιν ἐλπίσιν ϑερμαίνεται, ἐξήρετο, Ai. 473 El. 1452; κοὐκ ἔστιν ἔτ' ἐλπῖς ο ὐδεμία σωτηρίας, auf Rettung, Ar. ph. 946, wie Thuc. 1, 65 u. A. Die Vrbdgn ἐλπίδα παρέχειν, προϑεῖ. ναι, ἐμποιεῖν u. ä., Hoffnung machen, λαμβάνειν, fassen, ἐπ' ἐλπίδος ὀχεῖσϑαι u. ψεύδειν, ἀποκόπτειν, ἁμαρτεῖν, καταβάλλειν, s. unter diesen Verbis. Gew. ἐλπίς ἐστιν, ἐν ἐλπίδι εἶναι, γίγνεσϑαι, ἐλπίδα ἔχειν, mit folgdm acc. c. inf., gew. fut.; Aesch. Ag. 665 u. sonst; aor., Pind. P. 3, 111; Aesch. Spt. 349; Soph. O. R. 836 Ant. 235; Plat. Phaed. 67 b; Xen. Hell. 6, 3, 20 Mem. 2, 6, 38; εἰς ἐλπίδα ἦλϑον τοῦ ἑλεῖν Thuc. 2, 56; praes., Aesch. Ag. 1409; Soph. Tr. 137; νῠν ἐλπὶς ἤδη καὶ ϑάτερον οὕτως ἀναφαίνεσϑαι Plat. Soph. 250 c, vgl. Apol. 40 c; ὡς ὀφϑήσομαι Eur. Tr. 487; ὥστε μὴ ϑανεῖν Or. 52; – ἐλπίδας ἔν τινι ἔχειν, auf Einen gesetzt haben, Xen. Cyr. 1, 4, 25 u. A., wie Isocr. 4, 121, ἐλπ. τῆς σωτηρίας ἐν αὐτῷ ἔχομεν; ἔς τινα, Soph. O. C. 1746; ἐπί τινι, Eur. Or. 1059; ἐπί τι, D. Sic. 14, 101; τινός, auf ihm beruhende, z. B. τοῦ ναυτικοῦ Thuc. 2, 89; vgl. Soph. El. 833; αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες, die auf euch gesetzten, Thuc. 1, 69; αἱ τῶν Ἑλλήνων εἰς ὑμᾶς ἐλπίδες 3, 14; ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος Pol. 14, 1, 5; περί τινος, D. Hal. 5, 27. – 2) allgemein = Erwartung, Meinung; παρ' ἐλπίδα, wider Erwarten, Aesch. Ag. 873; Soph. Phil. 870; σοφόν τι ὑπὲρ ἐλπ ίδ' ἔχων Ant. 363; ἀπ' ἐλπίδος, Aesch. Ag. 971 Soph. El. 1116, anders als man erwartete; ϑεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται, nach Erwarten, Pind. P. 2, 49; οὐκ ἐπ' ἐλπίδι φάνϑη Eur. Herc. Fur. 804; ἐπὶ τίνι ἐλπίδι ζῇς Plat. Alc. I, 105 a; ἐκτὸς ἐλπίδος γνώμης τ' ἐμῆς σωϑείς Soph. Ant. 330; ἀλλὰ ἐλπὶς πολλή, τὸ γένος ἡμῖν τοῦτο νοητὸν εἶναι Plat. Legg. X, 898 c, wir dürfen erwarten, vermuthen, daß –. – 3) von bösen Dingen, Besorgniß, Furcht; προςῆλϑεν ἐλπίς, ἣν φοβουμένη Eur. Or. 859; τῶν μελλόντων κακῶν Luc. Tyrann. 3; bes. Sp. – 4) übertr., das, worauf man seine Hoffnung setzt, wie bei uns; Ὀρέστης οἴχεται ἐλπὶς δόμων Aesch. Ch. 765; ὑμεῖς, ὦ Λακεδαιμόνιοι, ἡ μόνη ἐλπίς Thuc. 3, 57; in Grabschriften, ἡ γονέων ἐλπίς, z. B. Inscr. 948. ἔλπισις, ἡ, das Hoffen, Sp.
-
3 ΜΈΡος
ΜΈΡος, τό, 1) Theil, Antheil, so Viel von einer Sache auf den Einzelnen kommt; Pind. P. 12, 11 u. öfter; ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ, P. 4, 157; μεϑέξειν φίλτατον τάφου μέρος, Aesch. Ag. 493 (vgl. μετέχειν τὸ μέρος τῶν δεινῶν ὥςπερ τῶν ἀγαϑῶν μετέχουσιν, Lys. 31, 5; κάλλους γὰρ πλεῖστον μέρος μετέσχεν, Isocr. 10, 54); εἰς ἡμέρας μέρος βραχὺ δός μοι σεαυτόν, Soph. Phil. 83; εἰ δείματός γ' ἔχει μέρος, wer dieser Furcht theilhaftig, O. R. 294; ἔχετον κοινοῦ ϑανάτου μέρος ἄμφω, Ant. 147; ἕως φροντίδος λάβῃ μέρος, Tr. 148; τὸ ἐμὸν οἴχεται βίου τὸ πλέον μέρος ἐν στοναχῇσι, Eur. Or. 203; παγκληρίας μέρος κατασχεῖν, Suppl. 15; μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; μέχρι τρίτου μέρους ὥρας, Plat. Legg. VI, 784 a, öfter, wie bei den Folgdn, der Theil im Ggstz des Ganzen, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος, u. ä. Thuc. τοῦ ποταμοῠ κρατοῦντες καὶ τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν, πρὸς τὸ τρίτον μέρος ἐπολέμουν, 1, 104, da sie zwei Drittel von Memphis in ihrer Gewalt hatten; (u. so sind immer τὰ πέντε μέρη fünf Sechstel, τὰ ὀκτὼ μέρη acht Neuntel u. s. w.); μέρος τι, zum Theil, 4, 30; κατά τι μέρος, Plat. Legg. VI, 757 d; κατὰ τὸ πολὺ μέρος, größtentheils, Tim. 86 d. – 2) die Theilnahme an Etwas, Gemeinschaft mit Anderen; μέρος ἑκατέρῳ νέμω, jedem seine Rolle anweisen, Her. 2, 173; τὰ δ' ἄλλα πράξω κοὐ καμεῖ τοὐμὸν μέρος, Soph. Tr. 1215, d. h. ich für meinen Theil werde nicht ermüden; dah. die Reihe, die jeden trifft, ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, da sie die Reihe traf, Her. 3, 69; κατὰ μέρος, der Reihe nach, abwechselnd, H. h. Merc. 53; πάντων ἐρήμους πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, so Viel auf dich kommt, so Viel an dir liegt, Soph. O. R. 1509 u. öfter; – τὸ σὸν μέρος, Soph. Ant. 1049; Eur. Rhes. 405; τοὐμὸν μέρος, Heracl. 678; τὸ αὑτοῦ μέρος, Plat. Phaedr. 256 a; τὸ σὸν μέρος, ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουσι, Crit. 45 d; auch κατὰ τὸ σὸν μέρος, u. μέρος ὅσον ἐπὶ σοὶ γέγονε, Ep. VII, 328 e; ἤδη ὑμέτερον μέρος συμβουλεύειν, es ist eure Rolle, Sache, Lach. 180 a; ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει – σὺ δ' ἐν τῷ ἐμῷ, »an deiner, meiner Stelle«, Conv. 185 d; ἐν μέρει, der Reihe nach, Einer nach dem Andern, κλῦϑί νυν, ὦ πάτερ, ἐν μέρει, πολυδάκρυτα πένϑη, Aesch. Ch. 329; ἀντάκουσον ἐν μέρει, Eum. 189; ἔπος δ' ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιϑείς, 556; ἀκούσας σοῠ τε τῆςδέ τ' ἐν μέρει, Eur. Hec. 1130; in Prosa, κατὰ ἔϑνεα κεκοσμημένοι ἐν μέρει ἐμάχοντο, Her. 7, 212, vgl. 1, 26; λέγοντάς τε καὶ ἀκούοντας ἐν μέρει, Plat. Prot. 347 d; ἐν τῷ μέρει ἐρωτῶν τε καὶ ἐρωτώμενος, Gorg. 462 e; auch bei Folgdn; oft mit ἕκαστος verbunden, ἕκαστον ἐν μέρει λόγον περὶ Ἔρωτος εἰπεῖν, jeder, an den die Reihe komme, Alle der Reihe nach sollten sprechen, Plat. Conv. 214 b; Xen. πολλὰ κινδυνεύσαντα καὶ ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μέρος, wenn die Reihe an ihn kam, so Viel auf seinen Antheil kam, u. außer der Reihe, außer dem, wozu er verpflichtet war, An. 7, 6, 36; vgl. Arr. An. 3, 26, 8; ἐν μέρει καὶ αὐτός, ich meinerseits wieder, Luc. Nigr. 3. – 3) Anders sind die Verbindungen, wo ἐν μέρει eigtl. »in der Klasse, Abtheilung« bedeutet u. im Deutschen oft durch »als«, »für« zu übersetzen ist, οὐκ ἀποδεχόμενοι ὡς ἐν οὐσίας μέρει, Plat. Theaet. 155 e; εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίϑης μέρει τὴν ἀδικίαν, wenn du die Ungerechtigkeit zu der Tugend u. Weisheit rechnest, sie als Tugend ansiehst oder gelten läßt, Rep. I, 348 e; ὡς ἐν παιδιᾶς γε μέρει, IV, 424 d; ἐν σκώμματος μέρει παραφέρει ἑαυτόν, Aesch. 1, 125, zum Spott; ἐν προςϑήκης μέρει, Dem. 2, 14, wie ein Anhang, verachtet; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, für Nichts gelten, ib. 18; εἰς εὐεργεσίας μέρος καταϑέσϑαι, 23, 17, als Wohlthat anrechnen; οὐ δίκαιόν ἐστιν ἐν τεκμηρίου μέρει ποιεῖσϑαι τἀδίκημα, 44, 50; ἀγγέλου μέρος, das Botenamt, Aesch. Ag. 282; Thuc. 2, 37 sagt von der Demokratie, daß in ihr, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους (nicht weil er von einer bestimmten, bevorrechteten Klasse ist) τὸ πλεῖον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται. – Κατὰ μέρος, einzeln, Plat. Theaet. 157 b Soph. 246 c, wie κατὰ μέρη οὖν ἄκουε Theaet. 182 b.
-
4 ἀκρίβεια
ἀκρίβεια, ἡ, Genauigkeit, Sorgfalt u. Gründlichkeit in allem Thun, z. B. μαϑήματος Plat. Legg. VII, 809 a; τῆς κατασκευῆς Xen. Oec. 8, 17; εἰς τὰ χρηστά, Eifer für das Gute, Xen. Ath. 1, 5; bes. von den Wissenschaften u. den Studien, λόγων Euthyd. 288 a; πονηρὰ λόγων ἀκρ., übertriebene Spitzfindigkeit, Antiph. III γ 3; von dem Rechte, τοιαύτας ἀκριβείας ἔχει τὰ δίκαια Is. 7, 17; τὴν ἐκ τῶν νόμων ἀκρίβειαν τηρεῖν Pol. 32, 13; τὴν ἀκρίβειαν καὶ τὸ καϑαρὸν τοῦ πολιτεύματος Plut. Them. 4, wo es strenge Zucht ist, wie schon Thuc. τὴν ἀκρ. τοῦ ναυτικοῠ ἀφῃρῆσϑαι 7, 13 sagt. Auch die genaue Wahrheit, τὴν τῶν πραχϑέντων ἀκρίβειαν μαϑεῖν Antiph. IV γ 1; ε ἰβουλοίμην τὴν ἀκρ. γράφειν Dion. H. 1, 23; Genauigleit, Sparsamkeit, Pol. 32, 13, 11; Plut. Per. 16, 36; ἐὰν τὸ ὕδωρ δι' ἀκριβείας ᾖ Plat. Legg. VIII, 844 b, wenn es knapp, dürftig ist. – Als adverb. Ausdrücke bemerke man: δι' ἀκριβείας, sorgfältig, Plat. oft, z. B. Tim. 23 d; διὰ πάσης ἀκρ. Arist. A. H. 1, 5; εἰς τὴν ἀκρίβειαν φιλοσοφεῖν Gorg. 487 c; Arist. Pol. 7, 11; πρὸς τὴν ἀκρίβειαν Legg. VI, 769 d; νόμοι μετὰ πλείστης ἀκριβείας κείμενοι, mit der größten Sorgfalt abgefaßte Gesetze, Isocr.
-
5 ἀκμή
ἀκμή, ἡ (ἀκή, acies), 1) die Spitze, Schärfe; ἐπὶ ξυροῠ ἀκμῆς, sprichw., auf der Schärfe des Scheermessers, im entscheidenden Moment, Il. 10, 173 νῠν γὰρ δη πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῠ ἵσταται ἀκμῆς ἢ μάλα λυγρὸς ὄλεϑρος Ἀχαιοῖς ἠὲ βιῶναι (ἅπαξ εἰρημ.); Ariston. Scholl. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῠ τὰ πράγματα ἡμῶν τριχὸς ἤρτηται, ὅ ἐστιν ἐν ἐσχάτῳ κινδύνῳ ἐστὶν καὶ ἐπὶ ὀξύτητος κινδύνων, μεταφορικῶς; – ἐπὶ ξ. ἀκ. ἔχεσϑαι Her. 6, 11; Theogn. 557; ἀκμη κερκίδων Soph. Ant. 964; βελέων Phil. 1036; φασγάνων Eur. Or. 1469; Pind. P. 9, 84; ἔγχεος N. 6, 54, λόγχας 10, 60; Eur. Suppl. 316; Plut. Aemil. 19; ὅπλων Pol. 15, 16, 3; τριαίνης Luc. merc. cond. 3. Von den Extremitäten des Körpers, ποδῶν ἀκμαί Soph. O. R. 1034; κεράτων Ael. H. A. 10, 10; Soph. sagt sogar ἀμφιδέξιοι ἀκμαί, die Spitzen beider Hände, O. R. 1243. Bei Eur. Bacch. 1159 sind ἔμπυροι ἀκμαί Flammenspitzen. – 2) die höchste Blüthe u. Kraft, ἥβης Soph. O. R. 741; ἰσχύος Pind. Ol. 1, 96; τῶν νέων Ar. Eccl. 720; σώματος Plat. Rep. V, 461 a; ἄνϑης Phaedr. 230 d; βίου Xen. Cyr. 7, 2, 20. Dah. οἱ ἐν ἀκμ ῇ, die im besten Jünglingsalter, Pol. 6, 37, 9; ἀνὴρ ἀνϑοῠσαν ἀκμὴν ἔχων Isocr. 5, 10; ἐν αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς, entgegengesetzt dem παῖδες ὄντες, 7, 57. Uebh. Kraft, χερῶν Aesch. Pers. 1017; vgl. Pind. Ol. 2, 69; δεινὰ Θησειδᾶν ἀκμή Soph. O. C. 1068; τοῦ ναυτικοῠ Thuc. 8, 46; ὀλίγη ἀκμὴ πληρώματος 7, 14, wenige kräftige Mannschaft auf den Schiffen; πρὶν τὸν σῖτον ἐν ἀκμῇ εἶναι, ehe das Getreide reif war; ἀκμ ή ϑέρους Xen. Hell. 5, 3, 19, Hochsommer; ἦρος Pind. P. 4, 64; χειμῶνος Arr. 1, 24, 8. – 3) Die rechte, angemessene Zeit, Plat. Def. 414 a καιρὸς χρόνου ἀκμη πρὸς τὸ συμφέρον; ἢν δ' ὑστερίζῃ τῆς τεταγμένης ἀκμῆς Alex. Ath. IX, 379 c (v. 10); ἀκμή σοι φιλοσοφεῖν Isocr. 1, 3; καιρῶν ἀκμῆς τυχεῖν, den rechten Augenblick treffen, 2, 33; παριέναι, διαφϑείρειν Plat. Rep. V, 460 a; Plut. Nic. 14; mit dem inf. Aesch. Pers. 399 Ag. 1326; Soph. El. 1330; ἀκμή ἔργων, rechte Zeit zum Handeln, El. 22; ἕδρας, zum Sitzen, Ai. 798; λόγων Phil. 12; vgl. Ar. Plut. 255; Plut. oft, z. B. πράξεων Nic. 14; εἰς ἀκμὴν ἐλϑεῖν. zur rechten Zeit kommen, Eur. Herc. Fur. 526; πρὸς γάμων ἥκειν ἀκμάς, zu dem Punkte kommen, wo man heirathen soll, Soph. O. R. 1492; νῠν ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν, zum entscheidenden Augenblick, Dem. 4, 41. – 4) der höchste Grad einer Sache, δόξης Thuc. 2, 42; vgl. 7, 14. 8, 46; ὀξυτάτη δρόμου ἀκμή Plat. Rep. V, 460 c; μάχης Plut. Caes. 6; Pind. P. 1, 11 ἐγχέων, Speerkampf; πάϑους Luc. Abdic. 16.
-
6 ακριβεια
(ρῑ) ἥ1) точный смысл(τῶν λεχθέντων Thuc.)
2) строгая точность, тщательность, основательность, обстоятельность(λόγων Plat.)
τέν ἀκρίβειαν Lys., δι΄ ἀκριβείας, εἰς (τέν) ἀκρίβειαν и πάσῃ ἀκριβείᾳ Plat. или πρὸς (τέν) ἄκρίβειαν Plat., Arst., μετ΄ ἀκριβείας Isocr. — точно, тщательно, основательно3) полная исправность, безукоризненность(τοῦ ναυτικοῦ Thuc.; τῆς κατασκευῆς Xen.)
4) тж. pl. мелочность, педантизм(τῶν νόμων Isocr., Polyb.)
5) расчетливость, бережливость (sc. τοῦ Περικλέους Plut.)6) недостаток, нехватка(ὕδωρ δι΄ ἀκριβείας ἐστί τινι Plat.)
7) рвение, усердие(εἴς τι Xen.)
-
7 αξιωματικός
η, ό[ν] 1. авторитетный;αξιωματικός τόνος — авторитетный, требовательный тон;
αξιωματική αντιπολίτευση — самая большая оппозиционная партия в парламенте;
2. (ο) офицер;αξιωματικός του ναυτικού (τού πεζικού) — офицер морского флота (сухопутных.войск);
έφεδρος αξιωματικός — офицер запаса
-
8 ἀκμή
A point, edge: prov., ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς on the razor's edge (v. sub ξυρόν); ἀ. φασγάνου, ὅπλων, Pi.P.9.81, Plb.15.16.3 (pl.);ὀδόντων Pi.N.4.63
, etc.;λόγχης ἀκμή E.Supp. 318
;κερκίδων ἀκμαί S.Ant. 976
; ἀμφιδέξιοι ἀ. both hands, Id.OT 1243; ποδοῖν ἀ. feet, ib. 1034; ἔμπυροι ἀκμαί pointed flames, E.Ph. 1255, cf.πυρὸς ἀκμαί Epicr.6c
odd.II highest or culminating point of anything, flower, prime, zenith, esp. of man's age, ;ἐντῇδε τοῦ κάλλους ἀκμῇ Cratin.195
;σώματός τε καὶ φρονήσεως Pl.R. 461a
; ; ὀξυτάτη δρόμου ἀ. ibid.;ἀ. βίου X.Cyr.7.2.20
, etc.;ἐν ταύταις ταῖς ἀ. Isoc.7.37
; ἐν ἀκμῇ εἶναι, of corn, to be ripe, Th.4.2;ἀκμὴν ἔχειν τῆς ἄνθης Pl.Phdr. 230b
;τοσοῦτον τῆς ἀ. ὑστερῶν Isoc. Ep.6.4
; τῆς ἀ. λήγειν begin to decline, Pl.Smp. 219a:—in various relations, ἀ. ἦρος spring- prime, Pi.P.4.64; ἀ. θέρους mid-summer, X. HG5.3.19;βραχεῖα ἀ. πληρώματος Th.7.14
; ἀ. τοῦ ναυτικοῦ flower of their navy, Id.8.46;ἀ. τῆς δόξης Id.2.42
;ἡ ἀ. τῆς Σπάρτης, τῶν νέων Demad.12
; ἀ. νούσου crisis of disease, Hp.Acut.38:—generally, strength, vigour,ἐν χερὸς ἀκμᾷ Pi.O.2.63
, cf. A.Pers. 1060; ἀ. ποδῶν swiftness, Pi.I.8(7).41, cf. A.Eu. 370;φρενῶν Pi.N.3.39
; συμπεσεῖν ἀκμᾷ βαρύς cj. Id.I.4(3).51: periphr. like βία, ἀκμὴ Θησειδᾶν S.OC 1066.2 Rhet., ἀκμὴ λόγου supreme effort, culmination, climax, Hermog.Inv.4.4, Id.1.10; pl., ib.11, cf. Philostr.VS1.25.7.III of Time, like καιρός, the time, i. e. best, most futing time, freq. in Trag., ; ἔργων, λόγων, ἕδρας ἀκμή time for doing, speaking, sitting still, Id.El.22, Ph.12, Aj. 811: c. inf.,κοὐκέτ' ἦν μέλλειν ἀ. A.Pers. 407
, cf.Ag. 1353;ἀπηλλάχθαι δ' ἀ. S.El. 1338
;σοὶ.. ἀ. φιλοσοφεῖν Isoc.1.3
; ; ἐπ' ἀκμῆς εἶναι, c. inf., to be on point of doing, E.Hel. 897; εἰς ἀκμὴν ἐλθὼν φίλοις in the nick of time, E.HF 532; ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν it is come to the critical time, D.4.41; ἀκμὴν εἴληφεν have reached a critical moment, Isoc.Ep.1.1, cf. Plu.Sol.12, 15, 2.656f. -
9 ἐπιμέλεια
ἐπιμέλ-εια, ἡ, writtenA- εα IG22.483.24
(iv B.C.), [dialect] Aeol. gen. - ηΐας ib.12(2).243 ([place name] Mytilene); [dialect] Ion.gen. - λίης Ps.-Hdt.Vit.Hom.5(s.v.l.): — care bestowed upon a thing, attention paid to it, and abs., attention, diligence, Prose word, once in Hdt. (v. infr.), freq. in Th., X., etc.: in pl., pains, X.Cyr.1.6.4, etc.: c.gen.objecti, ἐ. τοῦ ναυτικοῦ, οἰκείων καὶ πολιτικῶν, Th.2.39,40;τῶν ἔργων Id.3.46
;τῶν πραγμάτων And. 2.13
;τῶν κοινῶν Isoc.7.25
;τῶν καμνόντων Pl.Lg. 720d
(hence, of medical treatment, S.E.P.2.240);πλήθους γεννημάτων Pl.Lg. 740d
; alsoπερί τινος τὴν ἐ. ποιεῖσθαι Th.7.56
;περὶ τοὺς νέους Lycurg.106
; πρὸς τοὺς θεούς, πρὸς τὴν πόλιν, D.22.78, Pl.Lg. 754b;εἰς τὰ ἀναγκαῖα Posidon.8J.
; ἐπιμέλειάν τινος ποιεῖσθαι, ἔχειν, Hdt.6.105, Th.6.41, Arist.Pol. 1330b11, D.61.43, cf.Pl.R. 451d; opp. ἐπιμελείας τυγχάνειν to have attention paid to one, Isoc.6.154, cf. POxy.58.22 (iii A.D.), etc.;ἐ. παρὰ τοῦ δαιμονίου Hyp.Epit.43
;δι' ἐπιμελείας ἔχειν τινά Is. 7.14
; ἐπιμελείᾳ, κατ' ἐπιμέλειαν, with diligence, X.Cyr.5.3.47, HG4.4.8; ; μετὰ πάσης ἐ. X.Eph.2.10.2. a commission or charge, Aeschin.3.13, Arist. Pol. 1299a20 (pl.); ἡ περὶ τοὺς θεοὺς ἐ. ib. 1322b18, cf. ib.30 (pl.); ἡ τῶν ἐφήβων ἐ., a special office at Athens, Din.3.15; so πρὸς τῇ ἐ. τῶν χρηματιστῶν, = ἐπιμελητὴς τῶν χρ., POxy.281.2 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμέλεια
-
10 προ-κόπτω
προ-κόπτω, eigtl. durch Schlagen ausdehnen, wie der Schmied das Metall durch Hänmern streckt, daher überh. weiterbringen, fördern, τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, Thuc. 4, 60; τοῠ ναυτικοῠ μέγα μέρος προκόψαντες, 7, 56; pass. gefördert werden, Fortgang haben, gedeihen, ἀνωτέρω οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων, Her. 1, 190; auch ἐς τὸ πρόσω οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων, 3, 56. In derselben Bdtg bei den Att. gew. das act., τί ἂν προκόπτοις; Eur. Alc. 1082; ταῠτα προκόπτοντ' οὐδὲν εἰς πρόσϑεν κακῶν, Hec. 961; κρατοῠντες τῆς χώρας οὐδὲν προὔκοπτον ἐς τὸ ἀπολέσαι ὑμᾶς, Xen. Hell. 7, 1, 6; öfter bei Sp., wie Pol. προκόπτων οὐδέν 27, 8, 14, ἐπὶ τοσοῠτο προέκοψεν ἡ δόξα αὐτοῠ 32, 9, 2; προκόψας, gedeihend, Nicarch. 21 (XI, 17); im schlimmen Sinne, ἀνόητοι, μοχϑηροί, Plut. adv. Stoic. 10; ἐπὶ πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας, N. T.; Suid. führt im eigentlichen Sinne an ὀχήματι κεχρημένον καὶ διὰ τῆς λεωφόρου προκόπτοντα κατέλαβε, durch die Heerstraße fortfahren, was er διερχόμενον erkl.
-
11 ἐπι-στήμων
ἐπι-στήμων, ον, verständig, kundig, ἐπιστήμων βουλῇ τε νόῳ τε Od. 16, 374; Eur. Suppl. 843; gew. τινός, einer Sache kundig, sie verstehend, erfahren worin, κακῶν Soph. frg. 514; τῆς ϑαλάττης Thuc. 1, 142; τοῦ ναυτικοῦ 8, 45; τῆς τέχνης Plat. Gorg. 448 b; λέγειν τε καὶ σιγᾶν Phaedr. 276 a; τούτων πέρι Rep. X, 599 b; ἅπερ ἐπιστήμονες ταῦτα καὶ σοφοί Theaet. 145 e, wie τὰ προςήκοντα Xen. Cyr. 3, 3, 9; neben τεχνικός u. δυνατός Plat. Theaet. 207 c Rep. X, 618 c; – ἐπιστημονέστερος, Plat. Charm. 174 a. – Adv. ἐπιστημόνως, verständig, kundig, geschickt, ἔχειν πρός τι Plat. Soph. 233 c; τοξεύειν Xen. Cyr. 1, 5, 11.
-
12 ακμη
дор. ἀκμά ἥ1) край, кончик, острие(ὀδόντων Pind.; κερκίδων Soph.; λόγχης Eur.)
ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς Soph. — обеими руками;ποδοῖν ἀκμαί Soph. — ступни;ἔμπυροι ἀκμαί Eur. — огненные языки;ἐπὴ ξυροῦ ἀκμῆς погов. Hom., Her. — на острие бритвы, т.е. в критическом положении2) высшая точка, высшая степень, расцвет, зрелость(ἤβης Soph.; βίου Xen.)
ἐν ἀκμῇ Plat., Thuc. и ἐν ταῖς ἀκμαῖς Isocr. — в цвету, в расцвете3) разгар(θέρους Xen.)
χειμῶνος αἱ περὴ τροπὰς ἀκμαί Plut. — зимний солнцеворот;τῆς μάχης ἀκμέν ὁξεῖαν ἐχούσης Plut. — в самый разгар сражения4) цвет, лучшая часть(τοῦ ναυτικοῦ Thuc.)
5) сила, мощь(χερῶν Aesch.; ποδῶν Pind.)
ἥ τῶν ὀμμάτων ἀ. Plat. — острота зрения6) лучшая пора, наиболее подходящее времяἥκεις εἰς ἀκμέν ἐλθών Eur. — ты пришел кстати;
γάμων ἀκμαί Soph. — брачный возраст;ἀ. γὰρ οὐ μακρῶν λόγων Soph. — не время долго говорить; -
13 προκοπτω
(ион. тж. med.-pass.) идти вперед, продвигаться, преуспевать(ἐς τὸ πρόσω Her. и εἰς πρόσθεν Eur.; ἐν τοῖς μαθήμασιν Luc.; σοφίᾳ καὴ ἡλικίᾳ NT.)
ἀνωτέρω οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων Her. — тогда как дело нисколько не продвигалось вперед;τί δ΄ ἂν προκόπτοις ; Eur. — чего ты (этим) достигнешь?;τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος π. Thuc. — значительно усилить флот;π. τινὴ τῆς ἀρχῆς Thuc. — способствовать усилению чьей-л. власти;π. τοῖς πλούτοις Diod. — богатеть;τὸ φυτὸν προκόπτει Arst. — растение произрастает;π. ἐπὴ τὸ χεῖρον NT. — погрязать во зле;ἥ νὺξ προέκοψεν NT. — ночь на исходе -
14 πεῖρα
πεῖρα, ας ([dialect] Ion. πεῖρα, acc. πεῖραν, gen. -ης), [dialect] Aeol. [full] πέρρα Choerob. in An. Ox. 2.252: ἡ:—A trial, attempt,π. τοι μαθήσιος ἀρχά Alcm.63
; opp. δόξα, Thgn.571 ; ;πικρὰν πεῖραν τολμήσειν Id.El. 471
;πείρᾳ σφαλῆναι Th. 1.70
; ἢν μὲν ξυμβῇ ἡ π. Id.3.3 ;πείρᾳ θην πάντα τελεῖται Theoc. 15.62
; πεῖραν ἔχοντες being proved, Pi. N. 4.76 ; but πεῖραν ἔχειν τινός to have experience of.., X. Cyr.4.1.5 ; π. τινῶν ἔχειν ὅτι .. Id.An. 3.2.16 ; π. ἔχει τῆς γνώμης involves a trial of your resolution, Th. 1.140 ; πεῖράν τινος λαμβάνειν or λαβεῖν to make trial or proof of.., E. Fr. 691, Isoc. 12.236, Pl. Grg. 448a, X. An.6.6.33, etc. ; also, gain experience of.., ἐν ἑαυτῷ ib. 5.8.15 ;π. λ. τινός, ὅπως ἔχει Pl. Prt. 342a
;π. λ. τινός, εἰ ἄρα τι λέγει Id.Thg. 129d
; πεῖράν τινος διδόναι (cf. Lat. specimen sui edere) Darei Epist. in SIG 22.21, Th. 1.138, Isoc. 3.45 ;π. τῆς δόξης δοῦναι Th. 6.11
;π. ἔργῳ δεδωκέναι D.18.107
, cf. 195 ;π. ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ διδόντες Pl. Prt. 348a
;πεῖραν ποιήσασθαι Th. 1.53
; π. ποιεῖσθαι εἰ .. Id.2.20 ;ταῖς π. βασανίζειν Arist. GA 747a3
;πεῖραν καθεῖναι Ael. VH2.13
, cf. NA1.39 ; π. δέξασθαι undertake, Plu.Pyrrh. 5.2 with Preps., ἀπὸ πείρης by experiment, opp. αὐτόματον, Hdt.7.9.γ ; διὰ πείρας ἰέναι Pl. Ax. 369a
;διὰ π. ἔργων ἐλήλυθε Onos. Praef. 7
; ἀποδοκιμασθῆναι διὰ τῆς π. Arist. Pol. 1341a37 ;ἐς πεῖραν ἤλθομεν φίλων E. Heracl. 309
, etc. ; ἰέναι ἐς τὴν π. τοῦ ναυτικοῦ try an action by sea, Th. 7.21 ; ἀκοῆς κρείσσων ἐς π. ἔρχεται turns out on trial greater than report, Id.2.41 ;ἐκ τῆς π. δῆλον Arist. Pr. 938b38
; Κύρου ἐν πείρᾳ γενέσθαι to have been acquainted with Cyrus, X. An. 1.9.1 ;ἐν π. τέλος διαφαίνεται Pi. N. 3.70
; ἐπὶ πείρᾳ by way of test or trial, Ar. Av. 583 ; ἐπὶ π. δούς on trial, Men. 118 ; π. θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς a contest for.., Pi.N. 9.28.II attempt on or against one, πεῖράν τιν' ἐχθρῶν ἁρπάσαι a means of attacking.., S. Aj. 2 ;τοιοῦδε φωτὸς π. εὖ φυλακτέον A. Th. 499
; esp. attempt to seduce a woman, Plu. Thes. 26, Cim. 1 : abs., attempt, enterprise, A. Pers. 719 (troch.), Th. 3.20 ; πεῖραν ἀφορμᾶν to go forth upon an enterprise, S. Aj. 290 ; cf. πειρατής. (Cf. Lat. experior, peritus.) -
15 προκόπτω
A cut one's way forward, only metaph., π. διὰ τῆς λεωφόρου advance by the high-road, Anon. ap. Suid.: c. acc. cogn.,τὴν ὁδὸν προκεκοφέναι J.AJ2.6.7
: without ὁδόν, ἐπὶ πολὺ προκεκοφότες ib. 2.16.3;π. τριάκοντα σταδίους Chio Ep.4.2
:—[voice] Pass. in Hdt., advance, prosper, ; .II with neut. Adjs., προκόψομεν οὐδέν shall make no progress, advance not at all. Alc.35; τὰ πολλὰ προκόψασ' having prepared most of the way, E. Hipp.23; τί ἂν προκόπτοις; what good would you get? Id.Alc. 1079; οὐδὲν προὔκοπτον εἰς.. they made no progress towards.., X.HG7.1.6;π. οὐδὲν ἐς πρόσθεν E.Hec. 961
;ἐν παιδείᾳ προκεκοφότες D.S.17.69
;π. ἐν Ἰουδαϊσμῷ Ep.Gal.1.14
;ἐν τοῖς μαθήμασι Luc.Herm.63
: c. dat. modi,τοῖς πλούτοις -κεκοφότες D.S.34
/5.2.26;σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Ev.Luc.2.52
.2 c. gen. rei, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος προκόψαντες having made improvements in their navy to a great extent, Th.7.56; ἡμῶν προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις since we promote the increase of their empire, Id.4.60; ἐπὶ πλεῖον π. ἀσεβείας having advanced further in impiety, 2 Ep.Ti.2.16: abs.,ἐπὶ τοσοῦτο π. Plb.31.23.2
;ἐπὶ πλεῖον π. D.S.14.98
.3 esp. in Philos., of moreal and intellectual progress, Zeno Stoic.1.56, Chrysipp.ib.2.337, Plu.2.543e, Arr.Epict.1.4.1,3.2.5, etc.;κατὰ φιλοσοφίαν π. Phld.Mort.17
;ὁ λόγος π. S.E.P.2.240
; προκοπτούσης τῆς θεραπείας if the treatment succeeds, Asclep. ap. Gal. 12.413, cf. Herod.Med. in Rh.Mus.58.103; εἴωθε προκόπτειν ἡ.. ἀγωγή the treatment is usually successful, Heliod. ap. Orib.46.9.1; - κεκοφυίας τῆς νόσου as the disease improves, Herod.Med. ap. Aët.9.13.b of Time, προκοπτούσης ὁδοῦ as the journey advanced, Babr. 111.4; is far spent,Ep.Rom.
13.12, cf. J.BJ4.4.6; to be advanced in years, (Istropolis, ii B.C.);ὁ μὲν -κέκοφεν, ὁ δὲ νέος ἐστίν Herm.in Phdr.p.60
A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκόπτω
-
16 ἀκρίβεια
ἀκρῑβ-εια, ἡ,A exactness, precision, Hp.VM 12, Th.1.22, etc.;τῶν πραχθέντων Antipho 4.3.1
, cf. Lys.17.6:— freq. with Preps. in adv. sense, δι' ἀκριβείας with minuteness or precision, Pl.Tht. 184c, Ti. 23d, etc.;διὰ πάσης ἀ. Lg. 876c
;εἰς τὴν ἀ. φιλοσοφεῖν Grg. 487c
;εἰς ἀ. Arist.Pol. 1331a2
;πρὸς τὴν ἀ. Pl.Lg. 769d
, cf. Arist.Resp. 478b1:—ἡ ἀ. τοῦ ναυτικοῦ its efficiency, rigid discipline, Th.7.13; ἀ. νόμων strictness, severity, Isoc.7.40; περὶ τὸ διάφορον strictness in money matters Plb. 31 27.11: pl., niceties, Pl.R. 504e, Is. 7.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρίβεια
-
17 ἐλπίς
A hope, expectation (δόξα μελλόντων Pl.Lg. 644c
),ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα Od.16.101
, 19.84; personified, Hes. Op.96: pl., Pi.P.2.49, etc.; πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων after the wreck of many hopes, A.Ag. 505;ἔτι ἐν αὐτοῖς εἰσὶν ἐλπίδες, νέοι γάρ Pl.Prt. 328d
; ; expectancy, Id.OT 771 (pl.), OC 1749 (lyr., pl.), Pi.N.1.32 (pl.), etc.:—Constr., in [dialect] Att., with gen. both of subject and object, as (where both are conjoined) Πελοποννησίων τὴν ἐλπίδα τοῦ ναυτικοῦ the hope of the P.in their navy, Th. 2.89; alsoαἱ τῶν Ἑλλήνων ἐς ὑμᾶς ἐλπίδες Id.3.14
; ὑμέτεραι ἐλπίδες,= ἐς ὑμᾶς, Id.1.69; ἐλπίδ' ἔχω, = ἐλπίζω, with [tense] fut. inf.,μὴ οὐ δώσειν δίκην Hdt.6.11
, etc.: with [tense] aor.inf.,κλέος εὑρέσθαι Pi.P.3.111
: with ὡς and [tense] fut. inf., S.OC 385;ὥστε μὴ θανεῖν E.Or.52
; ; ἐν ἐλπίδι εἰμί, c. [tense] fut. inf., Th.7.46;ἐν ἐλπίσι καλαῖς γενόμενος Plu.Brut.40
; ἐλπίς [ἐστί] μοι with acc. and [tense] fut. inf. or [tense] aor.,ἐλπίς τις αὐτὸν ἥξειν A.Ag. 679
;τοσοῦτόν γ' ἐστί μοι τῆς ἐλπίδος, τὸν ἄνδρα.. προσμεῖναι S.OT 836
; : c. [tense] pres. inf., Id.Sph. 250e: folld. by ὡς .., E.Tr. 487;ἐς ἐλπίδα ἐλθεῖν τινος Th.2.56
;ἐπ' ἐλπίδας ἀφανεῖς καθίστασθαι Id.5.103
;ἐλπίδα λαβεῖν X.Cyr.4.6.7
; ἐλπίδας μεγάλας ἔν τινι ἔχειν ib.1.4.25, cf. Isoc.4.121; τίν' ὑπάγεις μ' ἐς ἐλπίδ'; E.Hel. 826; ἐλπίδας ἐμποιεῖν ἀνθρώποις, ὑποθεῖναί τισι, X.Cyr.1.6.19, HG4.8.28; ; ἐλπίδα or ἐλπίδας ὑπογράφειν, Epicur.Ep.3p.65U., Plb.5.36.1;ἀποκεκομμένης τῆς ἐλπίδος Id.3.63.8
, cf. A.R.4.1272; ἐκτὸς ἐλπίδος beyond hope, S.Ant. 330;ἀπ' ἐλπίδος πεσεῖν A.Ag. 999
; παρ' ἐλπίδα ib. 899, S.Ph. 882: prov.,πεινῶμεν ἐπὶ ταῖς ἐλπίσιν Antiph.123.7
;κάπτοντες αὔρας ἐλπίδας σιτούμενοι Eub.10.7
;αἱ δ' ἐλπίδες βόσκουσι τοὺς κενούς Men. Mon.42
.2 object of hope, a hope,Ὀρέστης, ἐ. δόμων A.Ch. 776
; ὑμεῖς, ἡ μόνη ἐ. Th.3.57; Εὔτυχος, ἡ γονέων ἐ. IG3.1311. -
18 ἐπιστήμων
A knowing, wise, prudent,ἐ. βουλῇ τε νόῳ τε Od. 16.374
;ἄρχοντες X.Oec.21.5
; ἐπιστήμων γὰρ εἶ, = ἐπίστασαι γάρ, E. Supp. 843.2. acquainted with a thing, skilled or versed in, c. gen., ; τῆς θαλάσσης, τοῦ ναυτικοῦ, Th.1.142, 8.45; τῆς ;τῶν τόπων POxy.1469.12
(iii A.D.); also περί τινος or τι, Pl.R. 599b, Sis. 389e: with neut. Adj.,τὰ προσήκοντα ἐπιστήμων X.Cyr.3.3.9
, cf. Oec.2.16 ([comp] Sup.).3. c. inf., knowing how,λέγειν τε καὶ σιγᾶν Pl.Phdr. 276a
, cf. X.Oec.19.16: [comp] Comp. . Adv. [comp] Comp.- ονέστερον X.Oec.3.14
: [comp] Sup. .II. possessed of perfect knowledge, Id.Plt. 301b, etc.; opp.δοξαστής, τινός Id.Tht. 208e
, in Arist., scientifically versed in a thing, AP0.74b28, Cat.11a33. Adv.-ονως, ἔχειν πρός τι Pl.Sph. 233c
: λέγειν with science, with art, Id.Tht. 207b; εἰπεῖν use technical or scientific terminology, Aristid.Or.26(14).97.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστήμων
-
19 δόκιμος
η, ο [ος, ον ] 1.1) известный, признанный, опытный;δόκιμος συγγραφέας — писатель-классик;
2) испытанный, проверенный;3) подвергаемый испытанию, проходящий испытательный срок;δόκιμο μέλος τού κόμματος — кандидат в члены партии;
δόκιμος αξιωματικός — курсант военного училища;
δόκιμος μοναχός — послушник;
2. (ο)1) ученик, подмастерье; 2) новичок; стажёр, практикант;δόκιμος του πολεμικού ( — или εμπορικού) ναυτικού — гардемарин;
3) курсант военно-морского училища;Σχολή δοκίμων военно-морское училище -
20 πλώϊμος
πλώϊμος, auch πλόϊμος, 2 Endgn, tauglich zur Schifffahrt; vom Schiffe, tauglich zur Fahrt, die Fahrt aushaltend, τριήρεις πλώϊμοι, Thuc. 2, 13; ζεύξαντες τὰς παλαιάς, ὥςτε πλωΐμους εἶναι, 1, 29; τριήρεις πλοΐμους καὶ ἐντελεῖς, Aesch. 2, 175; Dem. 56, 23 (Bekker πλόϊμος), wie ih. 40, ἐπεσκευάσϑη καὶ πλόϊμος ἐγένετο; – vom Meere, καταστάντος τοῠ Μίνω ναυτικοῠ πλωϊμώτερα ἐγίγνετο, Thuc. 1, 8; ποταμός, Plut. Sull. 20; βάϑος, Pomp. 78; u. vom Winde, der Schifffahrt günstig, πλωΐμων γενομένων, D. Hal. 2, 64, als die Schifffahrt wieder durch gute Winde eröffnet wurde. u. allgemeiner, ἤδη πλωϊμωτέρων ὄντων, Thuc. 1, 7, als die Umstände für die Schifffahrt günstiger geworden, in beiden Stellen als neutr. zu fassen; vgl. τὰ πλώϊμα τῆς ὥρας μηδέπω ἐστίν, Heliod. 5, 21. – Vom Holze Plut. Symp. 5, 3, 1, τῶν ξύλων παρέχει τὰ πλοϊμώτατα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ναυτικού, Κίνημα — Απόπειρα εξέγερσης του Πολεμικού Ναυτικού κατά της δικτατορίας, που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1973. Επρόκειτο για μια απόπειρα, της οποίας οι συνωμοτικές κινήσεις δεν χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη μυστικότητα, ενώ σαφής ήταν και έλλειψη… … Dictionary of Greek
Ταβινάνο, ζήτημα του- — Τον Ιανουάριο του 1912 κατά τη διάρκεια του Ιταλοτουρκικού πολέμου, ιταλικό πολεμικό πλοίο κατέλαβε το γαλλικό ατμόπλοιο Ταβινάνο. Αμέσως τότε αμφισβητήθηκε, και από την Ιταλία και από τη Γαλλία, το ακριβές σημείο στο οποίο έγινε η κατάληψη. Η… … Dictionary of Greek
Μίντγουεϊ, ναυμαχία του- — Αεροναυτική σύγκρουση (4 6 Ιουνίου 1942) μεταξύ των ιαπωνικών και αμερικανικών δυνάμεων, μία από τις σημαντικότερες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Οι Ιάπωνες ήθελαν να καταλάβουν τα νησιά Μίντγουεϊ για να τα χρησιμοποιήσουν ως βάση από όπου θα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Θήρας — Το Ναυτικό Μουσείο Θήρας ιδρύθηκε το 1956, με πρωτοβουλία του πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού Αντώνη Δακορώνια. Από το 1990 στεγάζεται σε ένα αποκαταστημένο στην αρχική του μορφή καπετανόσπιτο που δωρήθηκε στο μουσείο από την οικογένεια… … Dictionary of Greek
αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό και Περιβαλλοντικό Φισκάρδου (Κεφαλονιάς) — Το μουσείο του όμορφου μικρού λιμανιού του Φισκάρδου λειτουργεί, από το 1998, στο παλαιό κτίριο που μέχρι πριν από λίγα χρόνια στέγαζε το σχολείο και ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του τοπικού Ναυτικού και Περιβαλλοντικού Συλλόγου. Η συλλογή του… … Dictionary of Greek
Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… … Dictionary of Greek